χαρτοπαικτείο

χαρτοπαικτείο
το, Ν
χαρτοπαικτική λέσχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοπαίκτης. Η λ., στον λόγιο τ. χαρτοπαικτεῖον, μαρτυρείται από το 1882 στον Εμμ. Ευθ. Γουβέλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”